δαμαίος

δαμαίος
ο (Α Δαμαῑος)
νεοελλ.
βιολ. γένος ακάρεων
αρχ.
Δαμαῑος
επίκληση τού Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα- (πρβλ. αόρ. εδάμασα) τού ρ. δάμνημι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δαμαῖος — Horse Tamer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμαῖοι — Δαμαῖος Horse Tamer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμαίου — Δαμαῖος Horse Tamer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμαίων — Δαμαῖος Horse Tamer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμαίῳ — Δαμαῖος Horse Tamer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Посейдон — (Ποσειδών; много вариантов Ποσοιδάν и др.) в греческой мифологии бог властитель моря и всей водной стихии, как это явствует из корня ποτ, встречающегося в греческих словах ποτος, ποτίζω, ποτ αμός, в лат. poto и т. д. П. олицетворял собой элемент… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”